Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


affìne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [afˈfine]

συγγενής εξ αγχιστείας

affìne  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [afˈfine]

1 παρεμφερής
2 όμοιος
3 παρόμοιος
4 προσόμοιος
5 παραπλήσιος
6 ομοιάζων

affìne  
σύνδεσμος

Προσφορά I.P.A.: [afˈfine]

1 έτσι ώστε
2 για να


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  affinché affinità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

affinatoio (ουσ αρσ )
affinatore (ουσ αρσ )
affinatura (θηλ.ουσ)
affinazione (θηλ.ουσ)
affinché (σύνδ.)
affine (ουσ αρσ )
affine (επίθ.)
affine (σύνδ.)
affinità (θηλ.ουσ)
affiochimento (ουσ αρσ )
affiochire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
affiochirsi (ρ.μ. (αντων.))
affioramento (ουσ αρσ )
affiorare (ρ.αμτβ.)
affissione (θηλ.ουσ)
affisso (αρσ. επίθ και ουσ)
affittabile (επίθ.)
affittacamere (ουσ αρσ και θηλ.)
affittaiolo (ουσ αρσ )
affittamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---