Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaffinazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [affinatˈtsjone] 1 καθαρισμός (μεταλλεύματος) 2 ραφινάρισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |