Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaffinità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [affiniˈta] 1 χημική συγγένεια 2 σχέση 3 συγγένεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |