Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rivelatóre (επίθ.) riverenziàle (επίθ.)
rivelazióne (θηλ.ουσ) riverìre (ρ. μτβ.)
rivellìno (ουσ αρσ ) riverìto (επίθ.)
rivéndere (ρ. μτβ.) riverniciàre (ρ. μτβ.)
rivendìbile (επίθ.) riverniciatùra (θηλ.ουσ)
rivendicàbile (επίθ.) riversaménto (ουσ αρσ )
rivendicàre (ρ. μτβ.) riversàre (ρ. μτβ.)
rivendicarsi (ρ.μ. (αντων.)) riversarsi (ρ.μ. (αντων.))
rivendicatìvo (επίθ.) rivèrso (αρσ. επίθ και ουσ)
rivendicatóre (ουσ αρσ ) rivestiménto (ουσ αρσ )
rivendicatóre (επίθ.) rivestìre (ρ. μτβ.)
rivendicazióne (θηλ.ουσ) rivestìto (επίθ.)
rivendicazionìsmo (ουσ αρσ ) rivestitùra (θηλ.ουσ)
rivéndita (θηλ.ουσ) rivettàre (ρ. μτβ.)
rivenditóre (ουσ αρσ ) rivétto (ουσ αρσ )
rivendùgliolo (ουσ αρσ ) rivièra (θηλ.ουσ)
rivenìre (ρ.αμτβ.) rivieràsco (επίθ.)
riverberaménto (ουσ αρσ ) rivìncere (ρ. μτβ.)
riverberàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) rivìncita (θηλ.ουσ)
riverberarsi (ρ.μ. (αντων.)) rivisitàre (ρ. μτβ.)
riverberazióne (θηλ.ουσ) rivìsta (θηλ.ουσ)
rivèrbero (ουσ αρσ ) rivistaiòlo (αρσ. επίθ και ουσ)
riverènte (επίθ.) rivìvere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riverenteménte (επίρ.) rivivificàre (ρ. μτβ.)
riverènza (θηλ.ουσ) rìvo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: