Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

risciacquàre (ρ. μτβ.) riscuòtere (ρ. μτβ.)
risciacquàta (θηλ.ουσ) riscuotersi (ρ.μ. (αντων.))
risciacquatùra (θηλ.ουσ) riseccàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
risciàcquo (ουσ αρσ ) riseccarsi (ρ.μ. (αντων.))
risciò (ουσ αρσ ) risecchìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
risciògliere (ρ. μτβ.) risecchìto (επίθ.)
rìscolo (ουσ αρσ ) risedére (ρ.αμτβ.)
riscontàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) riséga (θηλ.ουσ)
riscónto (ουσ αρσ ) risegàre (ρ. μτβ.)
riscontràbile (επίθ.) risegnàre (ρ. μτβ.)
riscontràre (ρ.αμτβ.) riselciàre (ρ. μτβ.)
riscontràre (ρ. μτβ.) riseminàre (ρ. μτβ.)
riscontràta (θηλ.ουσ) risentiménto (ουσ αρσ )
riscóntro (ουσ αρσ ) risentìre (ρ.αμτβ.)
riscopèrta (θηλ.ουσ) risentìre (ρ. μτβ.)
riscoprìre (ρ. μτβ.) risentirsi (ρ.μ. (αντων.))
riscórrere (ρ. μτβ. και αμετβ.) risentitaménte (επίρ.)
riscòssa (θηλ.ουσ) risentitézza (θηλ.ουσ)
riscossióne (θηλ.ουσ) risentìto (επίθ.)
riscossóne (ουσ αρσ ) riseppelliménto (ουσ αρσ )
riscotìbile (επίθ.) riseppellìre (ρ. μτβ.)
riscotiménto (ουσ αρσ ) risèrbo (ουσ αρσ )
riscotitóre (αρσ. επίθ και ουσ) riserìa (θηλ.ουσ)
riscrìvere (ρ.αμτβ.) riserràre (ρ. μτβ.)
riscrìvere (ρ. μτβ.) risèrva (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: