Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ovattàto (επίθ.) ovviaménte (επίρ.)
ovazióne (θηλ.ουσ) ovviàre, ovviàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
óve (σύνδ.) ovvietà (θηλ.ουσ)
óve (επίρ.) òvvio (επίθ.)
òvest (ουσ αρσ ) oxitocìna (θηλ.ουσ)
òvest (επίθ.) ozelòt (ουσ αρσ )
ovidótto (ουσ αρσ ) oziàre (ρ.αμτβ.)
ovifórme (επίθ.) ozieggiàre (ρ.αμτβ.)
ovìle (ουσ αρσ ) òzio (ουσ αρσ )
ovìno (επίθ.) oziosàggine (θηλ.ουσ)
oviparità (θηλ.ουσ) oziosaménte (επίρ.)
ovìparo (επίθ.) oziosità (θηλ.ουσ)
ovocèllula (θηλ.ουσ) ozióso (ουσ αρσ )
ovoidàle (επίθ.) ozióso (επίθ.)
ovòide (αρσ. επίθ και ουσ) ozònico (επίθ.)
ovolàccio (ουσ αρσ ) ozonizzàre (ρ. μτβ.)
òvolo (ουσ αρσ ) ozonizzatóre (ουσ αρσ )
ovopositóre (ουσ αρσ ) ozonizzazióne (θηλ.ουσ)
ovovivìparo (επίθ.) ozòno (ουσ αρσ )
ovulàre (επίθ.) ozonometrìa (θηλ.ουσ)
ovulazióne (θηλ.ουσ) ozonòmetro (ουσ αρσ )
òvulo (ουσ αρσ ) ozonosfèra (θηλ.ουσ)
ovùnque (επίρ.) pacàre (ρ. μτβ.)
ovvéro (σύνδ.) pacatézza (θηλ.ουσ)
ovvìa (επιφ.) pacàto (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: