Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbracciatùra (θηλ.ουσ) imbricconirsi (ρ.μ. (αντων.))
imbrachettàre (ρ. μτβ.) imbrìfero (επίθ.)
imbranàto (ουσ αρσ ) imbrigliaménto (ουσ αρσ )
imbranàto (επίθ.) imbrigliàre (ρ. μτβ.)
imbrancàre (ρ. μτβ.) imbrigliàto (επίθ.)
imbrancarsi (ρ.μ. (αντων.)) imbrigliatùra (θηλ.ουσ)
imbrandìre (ρ. μτβ.) imbrillantinàre (ρ. μτβ.)
imbrattacàrte (ουσ αρσ και θηλ.) imbrillantinàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
imbrattaménto (ουσ αρσ ) imbroccàre (ρ.αμτβ.)
imbrattamùri (ουσ αρσ και θηλ.) imbroccata (θηλ.ουσ)
imbrattàre (ρ. μτβ.) imbrodàre (ρ. μτβ.)
imbrattàrsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.) imbrodarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbrattatéle (ουσ αρσ και θηλ.) imbrodolaménto (ουσ αρσ )
imbrattàto (επίθ.) imbrodolàre (ρ. μτβ.)
imbrattatóre (ουσ αρσ ) imbrodolarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbrattatùra (θηλ.ουσ) imbrodolatùra (θηλ.ουσ)
imbràtto (ουσ αρσ ) imbrogliàre (ρ. μτβ.)
imbrecciàre (ρ. μτβ.) imbrogliarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbrecciàta (θηλ.ουσ) imbrogliàta (θηλ.ουσ)
imbreviatura (θηλ.ουσ) imbròglio (ουσ αρσ )
imbriacàre (ρ. μτβ.) imbrogliòne (αρσ. επίθ και ουσ)
imbriacarsi (ρ.μ. (αντων.)) imbronciàre (ρ.αμτβ.)
imbriacatùra (θηλ.ουσ) imbronciàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
imbricàto (επίθ.) imbronciàto (επίθ.)
imbricconìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) imbrunàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: