Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

feltratùra (θηλ.ουσ) fendinèbbia (αρσ. επίθ και ουσ)
féltro (ουσ αρσ ) fenditóre (αρσ. επίθ και ουσ)
felùca (θηλ.ουσ) fenditùra (θηλ.ουσ)
félze (ουσ αρσ ) fenicàto (επίθ.)
fémmina (θηλ.ουσ) fenìce (θηλ.ουσ)
femminèlla (θηλ.ουσ) fenìcio (αρσ. επίθ και ουσ)
femmìneo (επίθ.) fènico (επίθ.)
femminìle (ουσ αρσ ) fenicòttero (ουσ αρσ )
femminìle (επίθ.) fenìle (ουσ αρσ )
femminilità (θηλ.ουσ) fenìlico (επίθ.)
femminilizzàre (ρ. μτβ.) fenix (θηλ.ουσ)
femminilizzazióne (θηλ.ουσ) fenòlico (επίθ.)
femminilménte (επίρ.) fenòlo (ουσ αρσ )
femminìno (επίθ.) fenologìa (θηλ.ουσ)
femminìsmo (ουσ αρσ ) fenològico (επίθ.)
femminìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) fenomenàle (επίθ.)
femminùccia (θηλ.ουσ) fenomènico (επίθ.)
femoràle (αρσ. επίθ και ουσ) fenomenìsmo (ουσ αρσ )
fèmore (ουσ αρσ ) fenòmeno (ουσ αρσ )
fenacetìna (θηλ.ουσ) fenomenologìa (θηλ.ουσ)
fenantrène (ουσ αρσ ) fenomenològico (επίθ.)
fenàto (ουσ αρσ ) fenotìpo, fenòtipo (ουσ αρσ )
fendènte (αρσ. επίθ και ουσ) feràce (επίθ.)
fèndere (ρ. μτβ.) feracità (θηλ.ουσ)
fendersi (ρ.μ. (αντων.)) feràle (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: