Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rammendatùra (θηλ.ουσ) rampicatóre (ουσ αρσ )
rammèndo, ramméndo (ουσ αρσ ) rampichìno (αρσ. επίθ και ουσ)
rammentàre (ρ. μτβ.) rampinàre (ρ. μτβ.)
rammentarsi (ρ.μ. (αντων.)) rampinàta (θηλ.ουσ)
rammentatóre (αρσ. επίθ και ουσ) rampìno (αρσ. επίθ και ουσ)
rammolliménto (ουσ αρσ ) rampógna (θηλ.ουσ)
rammollìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) rampognàre (ρ. μτβ.)
rammollirsi (ρ.μ. (αντων.)) rampollàre (ρ.αμτβ.)
rammollìto (ουσ αρσ ) rampóllo (ουσ αρσ )
rammollìto (επίθ.) rampóne (ουσ αρσ )
rammorbidiménto (ουσ αρσ ) ramponière (ουσ αρσ )
rammorbidìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) Ramsète (κύρ.όν. αρσ.)
rammorbidirsi (ρ.μ. (αντων.)) ràna (θηλ.ουσ)
ràmno (ουσ αρσ ) ranch (ουσ αρσ )
ràmo (ουσ αρσ ) ràncico (αρσ. επίθ και ουσ)
ramolàccio (ουσ αρσ ) rancidézza (θηλ.ουσ)
ramoscèllo (ουσ αρσ ) rancidìre (ρ.αμτβ.)
ramosità (θηλ.ουσ) ràncido (ουσ αρσ )
ramóso (επίθ.) ràncido (επίθ.)
ràmpa (θηλ.ουσ) rancidùme (ουσ αρσ )
rampànte (ουσ αρσ ) rancière (ουσ αρσ )
rampànte (επίθ.) ràncio (ουσ αρσ )
rampàta (θηλ.ουσ) rancóre (ουσ αρσ )
rampicànte (ουσ αρσ ) rànda (θηλ.ουσ)
rampicànte (επίθ.) randàgio (αρσ. επίθ και ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: