Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rampànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ramˈpante]

κεφαλόσκαλο

rampànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ramˈpante]

ανορθωμένος στα πίσω πόδια (σε θυρεό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rampa rampata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ramolaccio (ουσ αρσ )
ramoscello (ουσ αρσ )
ramosità (θηλ.ουσ)
ramoso (επίθ.)
rampa (θηλ.ουσ)
rampante (ουσ αρσ )
rampante (επίθ.)
rampata (θηλ.ουσ)
rampicante (ουσ αρσ )
rampicante (επίθ.)
rampicatore (ουσ αρσ )
rampichino (αρσ. επίθ και ουσ)
rampinare (ρ. μτβ.)
rampinata (θηλ.ουσ)
rampino (αρσ. επίθ και ουσ)
rampogna (θηλ.ουσ)
rampognare (ρ. μτβ.)
rampollare (ρ.αμτβ.)
rampollo (ουσ αρσ )
rampone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---