Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrampànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ramˈpante] κεφαλόσκαλο rampànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ramˈpante] ανορθωμένος στα πίσω πόδια (σε θυρεό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |