Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rampóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ramˈpone]

1 καμάκι (μεγάλο για φάλαινες)
2 γάντζος
3 άγκιστρο
4 τσιγκέλι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rampollo ramponiere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rampino (αρσ. επίθ και ουσ)
rampogna (θηλ.ουσ)
rampognare (ρ. μτβ.)
rampollare (ρ.αμτβ.)
rampollo (ουσ αρσ )
rampone (ουσ αρσ )
ramponiere (ουσ αρσ )
Ramsete (κύρ.όν. αρσ.)
rana (θηλ.ουσ)
ranch (ουσ αρσ )
rancico (αρσ. επίθ και ουσ)
rancidezza (θηλ.ουσ)
rancidire (ρ.αμτβ.)
rancido (ουσ αρσ )
rancido (επίθ.)
rancidume (ουσ αρσ )
ranciere (ουσ αρσ )
rancio (ουσ αρσ )
rancore (ουσ αρσ )
randa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---