Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrampóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ramˈpone] 1 καμάκι (μεγάλο για φάλαινες) 2 γάντζος 3 άγκιστρο 4 τσιγκέλι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |