ItalianoGreco


rampìno  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ramˈpino]

1 άγκιστρο
2 κοντάρι με άγκιστρο
3 πρόσχημα
4 αρπάγη
5 τσιγκέλι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---