Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόràncido
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈranʧido] 1 τάγκιασμα 2 ταγκάδα ràncido επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈranʧido] ταγγιασμένος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |