Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrampicànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rampiˈkante] 1 αναρριχώμενο ζώο 2 αναδεντράδα 3 αναρριχητικό φυτό rampicànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [rampiˈkante] αναρριχώμενος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |