Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rampàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ramˈpata]

1 απότομη πλαγιά
2 ράμπα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rampante rampicante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ramosità (θηλ.ουσ)
ramoso (επίθ.)
rampa (θηλ.ουσ)
rampante (ουσ αρσ )
rampante (επίθ.)
rampata (θηλ.ουσ)
rampicante (ουσ αρσ )
rampicante (επίθ.)
rampicatore (ουσ αρσ )
rampichino (αρσ. επίθ και ουσ)
rampinare (ρ. μτβ.)
rampinata (θηλ.ουσ)
rampino (αρσ. επίθ και ουσ)
rampogna (θηλ.ουσ)
rampognare (ρ. μτβ.)
rampollare (ρ.αμτβ.)
rampollo (ουσ αρσ )
rampone (ουσ αρσ )
ramponiere (ουσ αρσ )
Ramsete (κύρ.όν. αρσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---