Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ràmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈramo]

το κλαδί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ramno ramolaccio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rammollito (επίθ.)
rammorbidimento (ουσ αρσ )
rammorbidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rammorbidirsi (ρ.μ. (αντων.))
ramno (ουσ αρσ )
ramo (ουσ αρσ )
ramolaccio (ουσ αρσ )
ramoscello (ουσ αρσ )
ramosità (θηλ.ουσ)
ramoso (επίθ.)
rampa (θηλ.ουσ)
rampante (ουσ αρσ )
rampante (επίθ.)
rampata (θηλ.ουσ)
rampicante (ουσ αρσ )
rampicante (επίθ.)
rampicatore (ουσ αρσ )
rampichino (αρσ. επίθ και ουσ)
rampinare (ρ. μτβ.)
rampinata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---