Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rammorbidiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rammorbidiˈmento]

1 μαλάκυνση
2 ραμολίρισμα
3 μαλάκωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rammollito rammorbidire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rammollimento (ουσ αρσ )
rammollire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rammollirsi (ρ.μ. (αντων.))
rammollito (ουσ αρσ )
rammollito (επίθ.)
rammorbidimento (ουσ αρσ )
rammorbidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rammorbidirsi (ρ.μ. (αντων.))
ramno (ουσ αρσ )
ramo (ουσ αρσ )
ramolaccio (ουσ αρσ )
ramoscello (ουσ αρσ )
ramosità (θηλ.ουσ)
ramoso (επίθ.)
rampa (θηλ.ουσ)
rampante (ουσ αρσ )
rampante (επίθ.)
rampata (θηλ.ουσ)
rampicante (ουσ αρσ )
rampicante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---