Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrammolliménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rammolliˈmento] 1 μαλάκωμα 2 ραμολίρισμα 3 μαλάκυνση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |