Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rammollìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rammolˈlire]

1 αποβλακώνω
2 νερουλιάζω
3 μαλακώνω

rammollirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rammolˈlirsi]

1 αποβλακώνομαι
2 ξαναμωραίνομαι
3 μαλακώνω
4 ξεκουτιαίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rammollimento rammollito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rammendo (ουσ αρσ )
rammentare (ρ. μτβ.)
rammentarsi (ρ.μ. (αντων.))
rammentatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rammollimento (ουσ αρσ )
rammollire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rammollirsi (ρ.μ. (αντων.))
rammollito (ουσ αρσ )
rammollito (επίθ.)
rammorbidimento (ουσ αρσ )
rammorbidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rammorbidirsi (ρ.μ. (αντων.))
ramno (ουσ αρσ )
ramo (ουσ αρσ )
ramolaccio (ουσ αρσ )
ramoscello (ουσ αρσ )
ramosità (θηλ.ουσ)
ramoso (επίθ.)
rampa (θηλ.ουσ)
rampante (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---