Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rammorbidìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rammorbiˈdire]

μαλακώνω

rammorbidirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rammorbiˈdirsi]

μαλακώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rammorbidimento ramno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rammollire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rammollirsi (ρ.μ. (αντων.))
rammollito (ουσ αρσ )
rammollito (επίθ.)
rammorbidimento (ουσ αρσ )
rammorbidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rammorbidirsi (ρ.μ. (αντων.))
ramno (ουσ αρσ )
ramo (ουσ αρσ )
ramolaccio (ουσ αρσ )
ramoscello (ουσ αρσ )
ramosità (θηλ.ουσ)
ramoso (επίθ.)
rampa (θηλ.ουσ)
rampante (ουσ αρσ )
rampante (επίθ.)
rampata (θηλ.ουσ)
rampicante (ουσ αρσ )
rampicante (επίθ.)
rampicatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---