Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vantàggio (ουσ αρσ ) varàre (ρ. μτβ.)
vantaggiosaménte (επίρ.) vararsi (ρ.μ. (αντων.))
vantaggióso (επίθ.) varàta (θηλ.ουσ)
vantàre (ρ. μτβ.) varcàbile (επίθ.)
vantarsi (ρ.μ. (αντων.)) varcàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vantatóre (αρσ. επίθ και ουσ) vàrco (ουσ αρσ )
vanterìa (θηλ.ουσ) varèa (θηλ.ουσ)
vànto (ουσ αρσ ) varechìna (θηλ.ουσ)
vànvera (θηλ.ουσ) variàbile (θηλ.ουσ)
vàpiti (ουσ αρσ ) variàbile (επίθ.)
vaporàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) variabilità (θηλ.ουσ)
vaporatìvo (επίθ.) variànte (θηλ.ουσ)
vaporazióne (θηλ.ουσ) variànte (επίθ.)
vapóre (ουσ αρσ ) variànza (θηλ.ουσ)
vaporétto (ουσ αρσ ) variàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vaporièra (θηλ.ουσ) variàto (αρσ. επίθ και ουσ)
vaporìmetro (ουσ αρσ ) variatóre (ουσ αρσ )
vaporizzàbile (επίθ.) variazióne (θηλ.ουσ)
vaporizzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) varìce (θηλ.ουσ)
vaporizzatóre (αρσ. επίθ και ουσ) varicèlla (θηλ.ουσ)
vaporizzazióne (θηλ.ουσ) varicocèle (ουσ αρσ )
vaporosità (θηλ.ουσ) varicóso (επίθ.)
vaporóso (επίθ.) variegatùra (θηλ.ουσ)
var (ουσ αρσ ) varietà (ουσ αρσ )
varàno (ουσ αρσ ) varietà (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: