Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

transumànza (θηλ.ουσ) trapezoidàle (επίθ.)
transumàre (ρ.αμτβ.) trapezòide (ουσ αρσ )
transurànico (επίθ.) trapezòide (επίθ.)
transustanziàrsi (ρ. μ. αμτβ.) trapiantàbile (επίθ.)
transustanziazióne (θηλ.ουσ) trapiantàre (ρ. μτβ.)
tranvài (ουσ αρσ ) trapiantarsi (ρ.μ. (αντων.))
tranvìa (θηλ.ουσ) trapiantatóio (ουσ αρσ )
tranviàrio (επίθ.) trapiantatrìce (θηλ.ουσ)
tranvière (ουσ αρσ ) trapiànto (ουσ αρσ )
trapanàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) tràppa (θηλ.ουσ)
trapanatóre (ουσ αρσ ) trappìsta (αρσ. επίθ και ουσ)
trapanatrìce (θηλ.ουσ) tràppola (θηλ.ουσ)
trapanatùra (θηλ.ουσ) trappolóne (ουσ αρσ )
trapanazióne (θηλ.ουσ) trapùnta (θηλ.ουσ)
tràpano (ουσ αρσ ) trapuntàre (ρ. μτβ.)
trapassàbile (επίθ.) trapùnto (ουσ αρσ )
trapassàre (ρ.αμτβ.) trapùnto (επίθ.)
trapassàre (ρ. μτβ.) tràrre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
trapassàto (αρσ. επίθ και ουσ) trarsi (ρ.μ. (αντων.))
trapàsso (ουσ αρσ ) trasaliménto (ουσ αρσ )
trapelàre (ρ.αμτβ.) trasalìre (ρ.αμτβ.)
trapélo (ουσ αρσ ) trasandàto (επίθ.)
trapèzio (αρσ. επίθ και ουσ) trasbordàre (ρ.αμτβ.)
trapezìsta (ουσ αρσ και θηλ.) trasbordàre (ρ. μτβ.)
trapezoèdro (ουσ αρσ ) trasbórdo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: