Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tranvière  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tranˈvjɛre]

1 εισπράκτορας τραμ
2 οδηγός τραμ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tranviario trapanare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

transustanziarsi (ρ. μ. αμτβ.)
transustanziazione (θηλ.ουσ)
tranvai (ουσ αρσ )
tranvia (θηλ.ουσ)
tranviario (επίθ.)
tranviere (ουσ αρσ )
trapanare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
trapanatore (ουσ αρσ )
trapanatrice (θηλ.ουσ)
trapanatura (θηλ.ουσ)
trapanazione (θηλ.ουσ)
trapano (ουσ αρσ )
trapassabile (επίθ.)
trapassare (ρ.αμτβ.)
trapassare (ρ. μτβ.)
trapassato (αρσ. επίθ και ουσ)
trapasso (ουσ αρσ )
trapelare (ρ.αμτβ.)
trapelo (ουσ αρσ )
trapezio (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---