Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtrapàsso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [traˈpasso] 1 πέρασμα 2 θάνατος 3 μεταγραφή περιουσιακού στοιχείου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |