Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trapiantàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [trapjanˈtabile]

1 μεταμοσχεύσιμος
2 μεταφυτεύσιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trapezoide trapiantare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trapezista (ουσ αρσ και θηλ.)
trapezoedro (ουσ αρσ )
trapezoidale (επίθ.)
trapezoide (ουσ αρσ )
trapezoide (επίθ.)
trapiantabile (επίθ.)
trapiantare (ρ. μτβ.)
trapiantarsi (ρ.μ. (αντων.))
trapiantatoio (ουσ αρσ )
trapiantatrice (θηλ.ουσ)
trapianto (ουσ αρσ )
trappa (θηλ.ουσ)
trappista (αρσ. επίθ και ουσ)
trappola (θηλ.ουσ)
trappolone (ουσ αρσ )
trapunta (θηλ.ουσ)
trapuntare (ρ. μτβ.)
trapunto (ουσ αρσ )
trapunto (επίθ.)
trarre (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---