ItalianoGreco


trapùnto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [traˈpunto]

1 κέντημα
2 κεντίδι
3 κεντητό στολίδι
4 στόλισμα
5 ξόμπλιασμα

trapùnto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [traˈpunto]

1 στολισμένος
2 κεντημένος
3 κεντητός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---