Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trapùnto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [traˈpunto]

1 κέντημα
2 κεντίδι
3 κεντητό στολίδι
4 στόλισμα
5 ξόμπλιασμα

trapùnto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [traˈpunto]

1 στολισμένος
2 κεντημένος
3 κεντητός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trapuntare trarre  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trappista (αρσ. επίθ και ουσ)
trappola (θηλ.ουσ)
trappolone (ουσ αρσ )
trapunta (θηλ.ουσ)
trapuntare (ρ. μτβ.)
trapunto (ουσ αρσ )
trapunto (επίθ.)
trarre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
trarsi (ρ.μ. (αντων.))
trasalimento (ουσ αρσ )
trasalire (ρ.αμτβ.)
trasandato (επίθ.)
trasbordare (ρ.αμτβ.)
trasbordare (ρ. μτβ.)
trasbordo (ουσ αρσ )
trascegliere (ρ. μτβ.)
trascendentale (επίθ.)
trascendentalismo (ουσ αρσ )
trascendentalità (θηλ.ουσ)
trascendentalmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---