Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trasbórdo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [trazˈbordo]

1 μεταβίβαση
2 επιβίβαση σε άλλο πλοίο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trasbordare trascegliere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trasalimento (ουσ αρσ )
trasalire (ρ.αμτβ.)
trasandato (επίθ.)
trasbordare (ρ.αμτβ.)
trasbordare (ρ. μτβ.)
trasbordo (ουσ αρσ )
trascegliere (ρ. μτβ.)
trascendentale (επίθ.)
trascendentalismo (ουσ αρσ )
trascendentalità (θηλ.ουσ)
trascendentalmente (επίρ.)
trascendente (αρσ. επίθ και ουσ)
trascendenza (θηλ.ουσ)
trascendere (ρ.αμτβ.)
trascendere (ρ. μτβ.)
trascinamento (ουσ αρσ )
trascinare (ρ. μτβ.)
trascinarsi (ρ.μ. (αντων.))
trascoloramento (ουσ αρσ )
trascolorare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---