Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trascendènte  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [traʃʃenˈdɛnte]

1 μεταφυσικός
2 άρρητος (μαθηματικά)
3 υπερβατικός
4 υπερφυσικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trascendentalmente trascendenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trascegliere (ρ. μτβ.)
trascendentale (επίθ.)
trascendentalismo (ουσ αρσ )
trascendentalità (θηλ.ουσ)
trascendentalmente (επίρ.)
trascendente (αρσ. επίθ και ουσ)
trascendenza (θηλ.ουσ)
trascendere (ρ.αμτβ.)
trascendere (ρ. μτβ.)
trascinamento (ουσ αρσ )
trascinare (ρ. μτβ.)
trascinarsi (ρ.μ. (αντων.))
trascoloramento (ουσ αρσ )
trascolorare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
trascolorarsi (ρ.μ. (αντων.))
trascorrere (ρ.αμτβ.)
trascorrere (ρ. μτβ.)
trascorso (ουσ αρσ )
trascorso (επίθ.)
trascritto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---