Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trascórrere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [trasˈkorrere]

περνώ

trascórrere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [trasˈkorrere]

1 περνώ
2 διέρχομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trascolorarsi trascorso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trascinare (ρ. μτβ.)
trascinarsi (ρ.μ. (αντων.))
trascoloramento (ουσ αρσ )
trascolorare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
trascolorarsi (ρ.μ. (αντων.))
trascorrere (ρ.αμτβ.)
trascorrere (ρ. μτβ.)
trascorso (ουσ αρσ )
trascorso (επίθ.)
trascritto (επίθ.)
trascrittore (ουσ αρσ )
trascrivere (ρ. μτβ.)
trascrizione (θηλ.ουσ)
trascurabile (επίθ.)
trascuranza (θηλ.ουσ)
trascurare (ρ. μτβ.)
trascurarsi (ρ.μ. (αντων.))
trascuratamente (επίρ.)
trascuratezza (θηλ.ουσ)
trascurato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---