Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trascuràto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [traskuˈrato]

αμελής (-ής, -ές)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trascuratezza trasduttore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trascuranza (θηλ.ουσ)
trascurare (ρ. μτβ.)
trascurarsi (ρ.μ. (αντων.))
trascuratamente (επίρ.)
trascuratezza (θηλ.ουσ)
trascurato (αρσ. επίθ και ουσ)
trasduttore (ουσ αρσ )
trasduzione (θηλ.ουσ)
trasecolamento (ουσ αρσ )
trasecolare (ρ.αμτβ.)
trasferibile (αρσ. επίθ και ουσ)
trasferimento (ουσ αρσ )
trasferire (ρ. μτβ.)
trasferirsi (ρ.μ. (αντων.))
trasferta (θηλ.ουσ)
trasfigurare (ρ. μτβ.)
trasfigurarsi (ρ.μ. (αντων.))
trasfigurazione (θηλ.ουσ)
trasfondere (ρ. μτβ.)
trasformabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---