Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trasfiguràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [trasfiguˈrare]

1 μετατρέπω
2 μεταπλάθω
3 μετασχηματίζω

trasfigurarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [trasfiguˈrarsi]

1 μετασχηματίζομαι
2 μεταμορφώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trasferta trasfigurazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trasferibile (αρσ. επίθ και ουσ)
trasferimento (ουσ αρσ )
trasferire (ρ. μτβ.)
trasferirsi (ρ.μ. (αντων.))
trasferta (θηλ.ουσ)
trasfigurare (ρ. μτβ.)
trasfigurarsi (ρ.μ. (αντων.))
trasfigurazione (θηλ.ουσ)
trasfondere (ρ. μτβ.)
trasformabile (επίθ.)
trasformabilità (θηλ.ουσ)
trasformare (ρ. μτβ.)
trasformarsi (ρ.μ. (αντων.))
trasformatore (αρσ. επίθ και ουσ)
trasformazionale (επίθ.)
trasformazione (θηλ.ουσ)
trasformismo (ουσ αρσ )
trasformista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
trasformistico (επίθ.)
trasfusionale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---