Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trasformàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [trasforˈmare]

μετασχηματίζω, μεταμορφώνω

trasformarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [trasforˈmarsi]

1 μετατρέπομαι
2 μετουσιώνομαι
3 μεταπλάσσομαι
4 μεταβάλλομαι
5 μεταμορφώνομαι
6 μετασχηματίζομαι
7 μεταποιούμαι
8 μεταρρυθμίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trasformabilità trasformatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trasfigurarsi (ρ.μ. (αντων.))
trasfigurazione (θηλ.ουσ)
trasfondere (ρ. μτβ.)
trasformabile (επίθ.)
trasformabilità (θηλ.ουσ)
trasformare (ρ. μτβ.)
trasformarsi (ρ.μ. (αντων.))
trasformatore (αρσ. επίθ και ουσ)
trasformazionale (επίθ.)
trasformazione (θηλ.ουσ)
trasformismo (ουσ αρσ )
trasformista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
trasformistico (επίθ.)
trasfusionale (επίθ.)
trasfusione (θηλ.ουσ)
trasgredire (ρ.αμτβ.)
trasgressione (θηλ.ουσ)
trasgressore (ουσ αρσ )
traslare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
traslato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---