Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trasformìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [trasforˈmizmo]

ικανότητα μετασχηματισμού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trasformazione trasformista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trasformare (ρ. μτβ.)
trasformarsi (ρ.μ. (αντων.))
trasformatore (αρσ. επίθ και ουσ)
trasformazionale (επίθ.)
trasformazione (θηλ.ουσ)
trasformismo (ουσ αρσ )
trasformista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
trasformistico (επίθ.)
trasfusionale (επίθ.)
trasfusione (θηλ.ουσ)
trasgredire (ρ.αμτβ.)
trasgressione (θηλ.ουσ)
trasgressore (ουσ αρσ )
traslare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
traslato (ουσ αρσ )
traslato (επίθ.)
traslatore (ουσ αρσ )
traslatorio (επίθ.)
traslazione (θηλ.ουσ)
traslitterare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---