Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


traslàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [trazˈlato]

1 μεταφορά
2 αλληγορία
3 παραβολή

traslàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [trazˈlato]

1 εκφραζόμενος με μεταφορά
2 μεταφορικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  traslare traslatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trasfusione (θηλ.ουσ)
trasgredire (ρ.αμτβ.)
trasgressione (θηλ.ουσ)
trasgressore (ουσ αρσ )
traslare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
traslato (ουσ αρσ )
traslato (επίθ.)
traslatore (ουσ αρσ )
traslatorio (επίθ.)
traslazione (θηλ.ουσ)
traslitterare (ρ. μτβ.)
traslitterazione (θηλ.ουσ)
traslocare (ρ.αμτβ.)
traslocare (ρ. μτβ.)
trasloco (ουσ αρσ )
traslucidità (θηλ.ουσ)
traslucido (επίθ.)
trasmettere (ρ. μτβ.)
trasmettersi (ρ.μ. (αντων.))
trasmettitore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---