ItalianoGreco


traslàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [trazˈlato]

1 μεταφορά
2 αλληγορία
3 παραβολή

traslàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [trazˈlato]

1 εκφραζόμενος με μεταφορά
2 μεταφορικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---