Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trasmettitóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [trazmettiˈtore]

1 πομπός
2 αναμεταδότης
3 νευρικός πομπός
4 διαβιβαστής
5 μεταδότης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trasmettersi trasmigrare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trasloco (ουσ αρσ )
traslucidità (θηλ.ουσ)
traslucido (επίθ.)
trasmettere (ρ. μτβ.)
trasmettersi (ρ.μ. (αντων.))
trasmettitore (αρσ. επίθ και ουσ)
trasmigrare (ρ.αμτβ.)
trasmigrazione (θηλ.ουσ)
trasmissibile (επίθ.)
trasmissibilità (θηλ.ουσ)
trasmissione (θηλ.ουσ)
trasmittente (ουσ αρσ )
trasmittente (επίθ.)
trasmodare (ρ.αμτβ.)
trasmodato (επίθ.)
trasmutabile (επίθ.)
trasmutabilità (θηλ.ουσ)
trasmutazione (θηλ.ουσ)
trasognato (επίθ.)
traspadano (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---