Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trasmutazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [trazmutatˈtsjone]

1 μετασχηματισμός
2 μεταλλαγή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trasmutabilità trasognato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trasmittente (επίθ.)
trasmodare (ρ.αμτβ.)
trasmodato (επίθ.)
trasmutabile (επίθ.)
trasmutabilità (θηλ.ουσ)
trasmutazione (θηλ.ουσ)
trasognato (επίθ.)
traspadano (αρσ. επίθ και ουσ)
trasparente (ουσ αρσ )
trasparente (επίθ.)
trasparenza (θηλ.ουσ)
trasparire (ρ.αμτβ.)
traspirare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
traspiratorio (επίθ.)
traspirazione (θηλ.ουσ)
trasporre (ρ. μτβ.)
trasportabile (επίθ.)
trasportare (ρ. μτβ.)
trasportatore (αρσ. επίθ και ουσ)
trasporto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---