Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


traspiratòrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [traspiraˈtɔrjo]

ο της άδηλης αναπνοής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  traspirare traspirazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trasparente (ουσ αρσ )
trasparente (επίθ.)
trasparenza (θηλ.ουσ)
trasparire (ρ.αμτβ.)
traspirare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
traspiratorio (επίθ.)
traspirazione (θηλ.ουσ)
trasporre (ρ. μτβ.)
trasportabile (επίθ.)
trasportare (ρ. μτβ.)
trasportatore (αρσ. επίθ και ουσ)
trasporto (ουσ αρσ )
traspositore (ουσ αρσ )
trasposizione (θηλ.ουσ)
trassato (ουσ αρσ )
trassato (επίθ.)
trastullare (ρ. μτβ.)
trastullarsi (ρ.μ. (αντων.))
trastullo (ουσ αρσ )
trasudamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---