Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


traspòrto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [trasˈpɔrto]

η μεταφορά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trasportatore traspositore  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


mezzi [αρσ. πλυθ.] di trasporto = μέσα συγκοινωνίας


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

traspirazione (θηλ.ουσ)
trasporre (ρ. μτβ.)
trasportabile (επίθ.)
trasportare (ρ. μτβ.)
trasportatore (αρσ. επίθ και ουσ)
trasporto (ουσ αρσ )
traspositore (ουσ αρσ )
trasposizione (θηλ.ουσ)
trassato (ουσ αρσ )
trassato (επίθ.)
trastullare (ρ. μτβ.)
trastullarsi (ρ.μ. (αντων.))
trastullo (ουσ αρσ )
trasudamento (ουσ αρσ )
trasudare (ρ.αμτβ.)
trasudare (ρ. μτβ.)
trasudativo (επίθ.)
trasudatizio (επίθ.)
trasudato (αρσ. επίθ και ουσ)
trasudazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---