Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trasportatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [trasportaˈtore]

1 φορτηγατζής
2 πρακτορείο μεταφορών
3 ταινία μεταφοράς πραγμάτων
4 φορέας
5 μεταφορική εταιρεία
6 μεταφορικό μέσον
7 μεταφορέας
8 κουβαλητής
9 κομιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trasportare trasporto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

traspiratorio (επίθ.)
traspirazione (θηλ.ουσ)
trasporre (ρ. μτβ.)
trasportabile (επίθ.)
trasportare (ρ. μτβ.)
trasportatore (αρσ. επίθ και ουσ)
trasporto (ουσ αρσ )
traspositore (ουσ αρσ )
trasposizione (θηλ.ουσ)
trassato (ουσ αρσ )
trassato (επίθ.)
trastullare (ρ. μτβ.)
trastullarsi (ρ.μ. (αντων.))
trastullo (ουσ αρσ )
trasudamento (ουσ αρσ )
trasudare (ρ.αμτβ.)
trasudare (ρ. μτβ.)
trasudativo (επίθ.)
trasudatizio (επίθ.)
trasudato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---