Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trasudaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [trasudaˈmento]

1 εφύδρωση
2 προὶόν διαπήδησης
3 διίδρωση
4 ίδρωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trastullo trasudare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trassato (ουσ αρσ )
trassato (επίθ.)
trastullare (ρ. μτβ.)
trastullarsi (ρ.μ. (αντων.))
trastullo (ουσ αρσ )
trasudamento (ουσ αρσ )
trasudare (ρ.αμτβ.)
trasudare (ρ. μτβ.)
trasudativo (επίθ.)
trasudatizio (επίθ.)
trasudato (αρσ. επίθ και ουσ)
trasudazione (θηλ.ουσ)
trasumanare (ρ.αμτβ.)
trasumanarsi (ρ.μ. (αντων.))
trasumanazione (θηλ.ουσ)
trasversale (επίθ.)
trasversalmente (επίρ.)
trasverso (ουσ αρσ )
trasverso (επίθ.)
trasvolare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---