Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trasumanàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [trazumaˈnare]

γίνομαι υπεράνθρωπος

trasumanarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [trazumaˈnarsi]

γίνομαι υπεράνθρωπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trasudazione trasumanazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trasudare (ρ. μτβ.)
trasudativo (επίθ.)
trasudatizio (επίθ.)
trasudato (αρσ. επίθ και ουσ)
trasudazione (θηλ.ουσ)
trasumanare (ρ.αμτβ.)
trasumanarsi (ρ.μ. (αντων.))
trasumanazione (θηλ.ουσ)
trasversale (επίθ.)
trasversalmente (επίρ.)
trasverso (ουσ αρσ )
trasverso (επίθ.)
trasvolare (ρ.αμτβ.)
trasvolare (ρ. μτβ.)
trasvolata (θηλ.ουσ)
trasvolatore (ουσ αρσ )
tratta (θηλ.ουσ)
trattabile (επίθ.)
trattabilità (θηλ.ουσ)
trattamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---