Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trasvolàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [trazvoˈlare]

1 περνώ ξυστά (από πάνω)
2 υπερίπταμαι
3 περνώ υπεράνω

trasvolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [trazvoˈlare]

διασχίζω με αεροσκάφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trasverso trasvolata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trasumanazione (θηλ.ουσ)
trasversale (επίθ.)
trasversalmente (επίρ.)
trasverso (ουσ αρσ )
trasverso (επίθ.)
trasvolare (ρ.αμτβ.)
trasvolare (ρ. μτβ.)
trasvolata (θηλ.ουσ)
trasvolatore (ουσ αρσ )
tratta (θηλ.ουσ)
trattabile (επίθ.)
trattabilità (θηλ.ουσ)
trattamento (ουσ αρσ )
trattare (ρ.αμτβ.)
trattare (ρ. μτβ.)
trattarsi (ρ.μ. (αντων.))
trattario (αρσ. επίθ και ουσ)
trattatista (ουσ αρσ και θηλ.)
trattativa (θηλ.ουσ)
trattato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---