Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtrasvolàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [trazvoˈlare] 1 περνώ ξυστά (από πάνω) 2 υπερίπταμαι 3 περνώ υπεράνω trasvolàre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [trazvoˈlare] διασχίζω με αεροσκάφος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |