Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trasumanazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [trazumanatˈtsjone]

1 πλησίασμα στο θείο
2 μεταβολή σε υπεράνθρωπο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trasumanarsi trasversale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trasudatizio (επίθ.)
trasudato (αρσ. επίθ και ουσ)
trasudazione (θηλ.ουσ)
trasumanare (ρ.αμτβ.)
trasumanarsi (ρ.μ. (αντων.))
trasumanazione (θηλ.ουσ)
trasversale (επίθ.)
trasversalmente (επίρ.)
trasverso (ουσ αρσ )
trasverso (επίθ.)
trasvolare (ρ.αμτβ.)
trasvolare (ρ. μτβ.)
trasvolata (θηλ.ουσ)
trasvolatore (ουσ αρσ )
tratta (θηλ.ουσ)
trattabile (επίθ.)
trattabilità (θηλ.ουσ)
trattamento (ουσ αρσ )
trattare (ρ.αμτβ.)
trattare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---