Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trattàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [tratˈtare]

(avere per argomento) πρόκειται

trattàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [tratˈtare]

1 διαραγματεύομαι
2 (maneggiare) χειρίζομαι

trattarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [tratˈtarsi]

πρόκειται


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trattamento trattario  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


di che si tratta? = περί τίνος πρόκεται;


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trasvolatore (ουσ αρσ )
tratta (θηλ.ουσ)
trattabile (επίθ.)
trattabilità (θηλ.ουσ)
trattamento (ουσ αρσ )
trattare (ρ.αμτβ.)
trattare (ρ. μτβ.)
trattarsi (ρ.μ. (αντων.))
trattario (αρσ. επίθ και ουσ)
trattatista (ουσ αρσ και θηλ.)
trattativa (θηλ.ουσ)
trattato (ουσ αρσ )
trattazione (θηλ.ουσ)
tratteggiare (ρ. μτβ.)
tratteggiato (αρσ. επίθ και ουσ)
tratteggio (ουσ αρσ )
trattenere (ρ. μτβ.)
trattenersi (ρ.μ. (αντων.))
trattenimento (ουσ αρσ )
trattenuta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---