Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tratteniménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tratteniˈmento]

1 γλέντι
2 πάρτι
3 υποδοχή
4 διασκέδαση
5 ψυχαγωγία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trattenersi trattenuta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tratteggiare (ρ. μτβ.)
tratteggiato (αρσ. επίθ και ουσ)
tratteggio (ουσ αρσ )
trattenere (ρ. μτβ.)
trattenersi (ρ.μ. (αντων.))
trattenimento (ουσ αρσ )
trattenuta (θηλ.ουσ)
trattino (ουσ αρσ )
tratto (ουσ αρσ )
tratto (επίθ.)
trattore (ουσ αρσ )
trattoria (θηλ.ουσ)
trattorista (ουσ αρσ και θηλ.)
trattrice (θηλ.ουσ)
tratturo (ουσ αρσ )
trauma (ουσ αρσ )
traumatico (επίθ.)
traumatizzare (ρ. μτβ.)
traumatizzato (ουσ αρσ )
traumatizzato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---