Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtraumatizzàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [trawmatidˈdzato] 1 τραυματίας 2 τραυματισμένος άνθρωπος traumatizzàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [trawmatidˈdzato] τραυματισμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |