Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtràuma
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈtrawma] το τραύμα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαtrauma [αρσ.] cranico = η κρανιακή κάκωση Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |