Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trattùro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tratˈturo]

κατσικόδρομος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trattrice trauma  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tratto (επίθ.)
trattore (ουσ αρσ )
trattoria (θηλ.ουσ)
trattorista (ουσ αρσ και θηλ.)
trattrice (θηλ.ουσ)
tratturo (ουσ αρσ )
trauma (ουσ αρσ )
traumatico (επίθ.)
traumatizzare (ρ. μτβ.)
traumatizzato (ουσ αρσ )
traumatizzato (επίθ.)
traumatologia (θηλ.ουσ)
traumatologico (ουσ αρσ )
traumatologico (επίθ.)
traumatologo (ουσ αρσ )
travagliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
travagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
travagliato (επίθ.)
travaglio (ουσ αρσ )
travalicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---