Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


traumatológico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [trawmatoˈlɔʤiko]

τμήμα έκτακτων περιστατικών

traumatológico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [trawmatoˈlɔʤiko]

τραυματολογικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  traumatologia traumatologo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

traumatico (επίθ.)
traumatizzare (ρ. μτβ.)
traumatizzato (ουσ αρσ )
traumatizzato (επίθ.)
traumatologia (θηλ.ουσ)
traumatologico (ουσ αρσ )
traumatologico (επίθ.)
traumatologo (ουσ αρσ )
travagliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
travagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
travagliato (επίθ.)
travaglio (ουσ αρσ )
travalicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
travasamento (ουσ αρσ )
travasare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
travasarsi (ρ.μ. (αντων.))
travasatrice (θηλ.ουσ)
travaso (ουσ αρσ )
travata (θηλ.ουσ)
travato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---