Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtravàso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [traˈvazo] 1 διάχυση 2 έκχυμα 3 εκροή 4 μετάγγιση 5 έκχυση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |